Όταν κάναμε κανένα λάθος στο μάθημα στην αριθμητική, ή στην ανάγνωση, ή στην έκθεση, έπεφτε το ξύλο. Ούτε τα γαϊδούρια δεν κοπανάγανε έτσι. Μόνο που τον βλέπαμε μας έπιανε τρόμος...
Όσο για ρούχα, δεν με (ε)πείραζε, ήσαν παλιά. Σάματι είχε κανένας καινούργια; Όλα τα παιδάκια, δεν ξενεριζότανε το ένα το άλλο. Όλα τα παιδιά ήμαστε φτωχοντυμένα. Για τσάντες είχαμε ένα τσακούλι του αργαλειού φτιαγμένο από τη μάνα μας. Το κρεμάγαμε με ένα σχοινί από το λαιμό μας και το λέγαμε τσάντα μας...
Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, ό,τι έχω μάθει στο Δημοτικό Σχολείο, δεν έχω μάθει στο Γυμνάσιο. Αν εξαιρέσει κανείς την Άλγεβρα και καμιά ξένη γλώσσα. Εννοώ τα Λατινικά και μισό εξάμηνο τα Γαλλικά. Πάντως του Δημοτικού Σχολείου μου έχουν γίνει ανεξίτηλα (αξέχαστα) τα τραγουδάκια, τα ποιήματα, τα θεατράκια, οι κανόνες όλων των αγίων... Και τώρα να με ρωτήσει κανείς, θυμάμαι λες και είμαι ακόμα μαθητής του Δημοτικού.
Μαθαίναμε πώς να γράφουμε ένα γράμμα, πώς να φτιάχνουμε μια αίτηση, πώς να φερόμαστε στους μεγαλυτέρους μας ή πόσο σεβασμό να αποδίδουμε στους γεροντότερούς μας. Εάν μας φώναζε κανείς να κάνουμε ένα θέλημα, να πάμε κάπου, τρέχαμε πολύ. Εάν ήταν μεσόκοπος τον αποκαλούσαμε μπάρμπα ή θεια, του φιλούσαμε το χέρι. Το φιλοδώρημά μας ήταν ένα μπράβο... Πόσο (ε)νιώθαμε ικανοποίηση...
Θυμάμαι ήμαστε εξήντα παιδιά. Όταν κάναμε διάλειμμα, γέμιζαν τα αλώνια παιδιά. Παίζαμε τα χαμπέρια, το κρυφτό, την τυφλόμυγα, την καλυβούλα, την μακρυά γαϊδούρα... Από μικρά παιδιά είχαμε μάθει την πειθαρχία. Κάθε Κυριακή μας έβαζε ο δάσκαλός μας στη γραμμή τρεις-τρεις να πάμε στην εκκλησία. Όποιος έλειπε αδικαιολόγητα, τη Δευτέρα έτρωγε ξύλο... Καθ’οδόν τραγουδούσαμε ωραία τραγούδια. Αν (ε)τύχαινε να λείπει ο δάσκαλος την Κυριακή, είχε βάλει από το Σάββατο έναν μαθητή να μας επιτηρεί καθ’οδόν. Και στην εκκλησία ήμαστε τρεις-τρεις. Αυτός ο επιτετραμμένος ήταν πιο αυστηρός από τον Κύριο. Έτσι τον αποκαλούσαμε τον δάσκαλό μας. Τη Δευτέρα του έλεγε «ο τάδε μαθητής» ή «η δείνα μαθήτρια ήταν άτακτοι». Α ρε και έπεφτε το ξύλο...
Θυμάμαι όταν πηγαίναμε στο Δημοτικό μας έστειλε ο δάσκαλος εμένα και τον Τάκη τον Κατσέπα να πάμε στην Κούτελη να πάρουμε από τον δάσκαλο του εκεί Δημοτικού ένα βιβλίο που έγραφε πολλά ιστορικά ποιήματα. Μου λέει ο Τάκης: «Θα περάσει το λεωφορείο που πάει στα Καλάβρυτα. Εκεί είναι ο θείος μου και θα μας βάλει δωρεάν.» Θα μπαίναμε στο λεωφορείο και θα μας κατέβαζε στον κουδουνόμυλο. Και (από) εκεί που θα κατεβαίναμε, ήταν τρία με τέσσερα χιλιόμετρα να φθάναμε στο σχολείο. Ενώ αν πηγαίναμε με τα πόδια από το χωριό, ήταν πιο κοντά κατά πολύ... Βλέπεις παιδιά εμείς, (η)θέλαμε να μπούμε σε λεωφορείο. Πόσο αγαθά ήμαστε... Πήγαμε στο χωριό, πήραμε το βιβλίο και μετά πήγαμε στη θεία Ασημάκαινα και μας τηγάνισε αυγά καγιανά και φάγαμε. Έπειτα τραγουδώντας ήρθαμε στο χωριό... Αρκεί που πήγαμε εκδρομή... Θα μου μείνει αξέχαστη η εκδρομή αυτή...
Κάνω πολλές φορές προσκλητήριο στον ύπνο μου τα παιδιά που πηγαίναμε στο Δημοτικό. Άλλα παιδιά έφυγαν στα ξένα, Αυστραλία, Αμερική, άλλα έφυγαν χωρίς επιστροφή. Τι κρίμα, λίγοι μείναμε. Σκορπίσαμε όπως του λαγού τα παιδιά...
Επιμέλεια Ανδρέα Νικ.Καράμπελα
Ο Αντρέας Νικ. Καράμπελας γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στη Γούβα (Άγιος Αρτέμιος). Σπούδασε Φυσικός στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Από το 1990 κατοικεί στο Λαγονήσι. Δούλεψε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα για 20 χρόνια, έδωσε ΑΣΕΠ και τώρα διδάσκει στο Λύκειο Αναβύσσου. Έχει μία κόρη. Έχει εκδόσει το βιβλίο-λεύκωμα «Το Λαγονήσι που αγαπήσαμε» και το διήγημα «Κυριακής χαρά» που έλαβε 3η θέση σε Πανελλήνιο διαγωνισμό και εξεδόθη στη συλλογή βραβευθέντων.