Το 1960 ήμουν 15 χρονών και στο σχολείο δεν τα πήγαινα καλά. Ένας καθηγητής, ο ΘΟΥΑΣ πάντα με έστελνε σε τρία μαθήματα για επανεξέταση τον Σεπτέμβρη. Έτσι ο πατέρας σε συνεννόηση με έναν θείο μου, που δούλευε στη Δραπετσώνα (ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ), κανόνισε να δώσω εξετάσεις στην σχολή μαθητείας του Υπουργείου Εργασίας για ηλεκτρολόγος. Την παραμονή στο χωριό την πέρασα με τους φίλους μου, τον Θανάση τον Μαντά (Καραφωτιά), τον Γιώργο τον Μαντά (Πατσαγούρα ή Κολέα) και τον Γιάννη τον Ηλιόπουλο (Κοζώρη).
Το πρωί, ο πατέρας μου καλοντυμένος, είχε μεταφέρει ένα σωρό πράγματα στο τοπικό λεωφορείο της γραμμής Μάνεσι –Καλάβρυτα, που προορίζονταν κυρίως για τον θείο στον Πειραιά. Τα δέματα ήταν μεγάλα καλάθια, ένα τσουβάλι και ένα βαρελάκι τυρί. Το περιεχόμενο κυρίως φασόλια, φακές, ρεβίθια, σκόρδα, κρεμμύδια, ξερές μυζήθρες και φρουμαέλες. Όλα τα λεωφορεία τότε είχαν και εισπράκτορα που τοποθετούσε τα πράγματα, μέσω μιας σκάλας που διέθεταν, πάνω στη σκεπή του λεωφορείου. Αφού χαιρέτησα τα αδέλφια μου και την μητέρα μου, μπήκαμε στο λεωφορείο. Ο εισπράκτορας μοίρασε σε όλους σακούλες από λαδόχαρτο, ειδικές για τον εμετό και ξεκίνησα έτσι το μεγάλο ταξίδι.
Σε δύο ώρες περίπου φτάσαμε στα Καλάβρυτα μετά από πολλές στάσεις για να παραλάβουμε νέους επιβάτες. Στο δρόμο άλλοι ήθελαν να κατουρήσουν και άλλοι να κάνουν εμετό. Πολύ βιαστικά μεταφέραμε τα πράγματά μας στον Οδοντωτό για να κατεβούμε στο Διακοφτό, στο μεγάλο τρένο. Πρόλαβα και χαιρέτισα την κ. Καλιότζη και την κόρη της Φανή, όπου έμενα στο σπίτι τους όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο. Όλοι μαζί περάσαμε δύσκολους χειμώνες γύρω από μια σόμπα για να γλιτώσουμε από το κρύο. Η κυρία Καλιότζη είχε χάσει τον άντρα της 38 χρονών στη σφαγή των Καλαβρύτων.
Το ταξίδι με τον Οδοντωτό ήταν καταπληκτικό. Οι σταθμοί, τα τούνελ, το ποτάμι ο Βουραϊκός, το φαράγγι και ένα τρενάκι να αγκομαχάει. Ο πατέρας με ενημέρωνε συνέχεια για όλα και κάθε λίγο μου έλεγε. Σε λίγο θα δεις και την θάλασσα. Όταν φτάσαμε στο Διακοφτό ταχτοποίησε ο πατέρας τα εισιτήρια-πάντα πολυτεχνικά-γιατί είμαστε έξι αδέλφια. Εκεί αναγκάστηκα να του πω κάτι που με έτρωγε σε όλη την διαδρομή.
Για το ταξίδι στην Αθήνα μου είχαν παραγγείλει μακρύ παντελόνι σε έναν αυτοδίδακτο ράφτη του χωριού στον άντρα της Μαρίκας του Τζούδα. Όλα ήταν λάθος. Πολύ στενό, οι τσέπες ανάποδα και οι ραφές λάθος. Ο πατέρας του έριξε κάτι βλαστήμια, έβγαλε από ένα δίχτυ κοντό παντελόνι και έτσι συνήλθα. Ήλθε η ώρα και μπήκαμε στο μεγάλο τρένο. Ήταν γεμάτο και η θέση μας δεν ήταν προς την θάλασσα. Όταν την είδα δεν μου άρεσε. Είχε πολύ κύμα και έβλεπα όλο ασπρίλες. Μάλλον με φόβισε. Όταν περάσαμε τον Ισθμό η θάλασσα άλλαξε. Έγινε πιο ωραία και άλλαξα γνώμη .
Όταν φτάσαμε στον σταθμό ήταν βράδυ και ήμασταν κουρασμένοι. Εγώ τα είχα χαμένα. Φώτα, πολυκοσμία, αυτοκίνητα και ο πατέρας μου έκανε παζάρια με τους ταξιτζήδες πόσο θέλουν για την πλατεία Ρηγίλλης 15. Εκεί θα κοιμόμαστε το βράδυ στο σπίτι του Ζαϊμη, στο δωμάτιο υπηρεσίας που δούλευε η μεγαλύτερη αδελφή μου η Αθηνά. Μας αποδέχτηκαν καλά ο κύριος και η κυρία Ζαϊμη και μας είπαν όσο χρειαστεί να ταχτοποιηθώ, να μένουμε εκεί. Μάλιστα αμέσως η κυρία Ζαϊμη μου έφερε πολλά ρούχα του γιου τους Παναγιώτη. Όλα φίρμες από το εξωτερικό.
Σήμερα που κλείνω εξήντα δημιουργικά χρόνια στην Αθήνα επισκέφτηκα το πανέμορφο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον λόφο της Καισαριανής. Μετά ήπια τα ουζάκια μου στο αναψυκτήριο της Καλοπούλας και [ΑΓΑΛΙΑΣΑ].