Οι μέχρι τότε γηγενείς Έλληνες κάτοικοί τους αναζήτησαν καταφύγιο και προστασία σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές. Μετά την απελευθέρωση, επανήλθαν συν τω χρόνω στις εκτάσεις των προγόνων τους, τις οποίες οργάνωσαν με προχειρότητα για τη στοιχειώδη επιβίωσή τους. Σταδιακά το επίπεδο ζωής άρχισε κάπως να βελτιώνεται, όμως οι μικρές και υποτυπώδεις αγροικίες που είχαν χτίσει για τις πρώτες τους ανάγκες ελάχιστα βελτιώθηκαν. Κρίθηκε προτιμότερο να συνεχιστεί η ζωή στα δυσπρόσιτα χωριά, για να παραμείνουν ακέραιες για καλλιέργεια οι μικρές εύφορες περιοχές τους.
Η ζωή συνεχίστηκε έτσι και μόνο λίγο πριν ή λίγο μετά τα μέσα του 20ού αιώνα κάτοικοι ορεινών δυσπρόσιτων χωριών μετοίκησαν στις κοντινές μικρές πεδινές περιοχές που τους ανήκαν. Κι αυτό, όμως, είναι η εξαίρεση, γιατί οι περισσότεροι προτίμησαν να συνεχίσουν όπως και πριν τη διαβίωσή τους, χωρίς αν αποχωριστούν την πατρική κατοικία. Αυτός ο τρόπος ζωής συνεχίστηκε, μέχρι που η αστυφιλία κατέκτησε τη ζωή μας και μικρές και μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις είχαν την ίδια μοίρα: να ερημωθούν.
Μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οι νεότερες γενιές αναζητήσαμε καλύτερη ποιότητα ζωής σε μεγαλουπόλεις, ενώ οι κοντινοί πρόγονοί μας αγρότες (γονείς και παππούδες) συνέχισαν να καλλιεργούν τη γη τους, όσο οι δυνάμεις τους το επέτρεπαν. Το τέλος της ζωής τους σήμανε και την εγκατάλειψη των μικρών ορεινών εύφορων εδαφών με τον παραδοσιακό τρόπο.
Αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του αγρότη ήταν το καλύβι του: το μικρών διαστάσεων υποτυπώδες οίκημα, που ήλθε στην κυριότητά του από τους γονείς του. Το συντήρησε, το βελτίωσε, ίσως και να το επέκτεινε, ελάχιστοι το ηλεκτροδότησαν, έτσι που σε γενικές γραμμές τού εξασφάλιζε μια πιο λειτουργικότερη χρήση. Εκτός από τον όρο «καλύβι», το συναντάμε και με την ονομασία «χαμοκέλι» (ουδέτερο) ή χαμοκέλα (θηλυκό), που όμως εδώ υπονοείται κατώτερης κατασκευής και ποιότητας καλύβι.
Σε πολλές περιπτώσεις το καλύβι, απετέλεσε και ημιμόνιμη κατοικία. Οι μεγάλες αποστάσεις από το χωριό και το σπίτι, οι μετακινήσεις με τα πόδια εκείνη την εποχή, οι καιρικές συνθήκες και πολλές ακόμα δυσκολίες, ανάγκαζαν τους αγρότες να μένουν σ’ αυτό, ειδικά μάλιστα τις περιόδους μεγάλων και συνεχών γεωργικών εργασιών, π.χ. τρύγος, θέρος, όργωμα, σπορά. Εξοικονομούσαν έτσι χρόνο και μετρίαζαν τη σωματική κόπωση. Αυτές οι ανάγκες οργάνωσαν καλύτερα τη ζωή των ξωμάχων και είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και μικροί συνοικισμοί, π.χ. Λεχουρίτικα Καλύβια (Αχαΐα), Καλύβια Αστρά (Ηλεία).
Παλιό καλύβι στο βουνό, χάλασμα σήμερα
Το καλύβι δεν ήταν απαραίτητο μόνο για την ολιγοήμερη ή πολυήμερη κατοικία των αγροτών, αλλά και για την αποθήκευση του σανού της παραγωγής τους για τα ζωντανά τους, την φύλαξη των αγροτικών εργαλείων και για τον σταβλισμό των ζώων.
Αυτοσχέδια τις περισσότερες φορές κατασκευή το καλύβι, δεν το συναντάμε μόνο σε πεδινές καλλιεργήσιμες περιοχές, αλλά και στα βουνά. Εκεί ήταν πολύ πιο προχειροφτιαγμένο του από τους τσοπάνηδες, για την στοιχειώδη προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες. Απαραίτητος πάντα και ο εξοπλισμός για το τυροκομιό, καθώς και αυτός για το αναγκαίο (και συχνά πρόχειρο) μαγείρεμα. Αν σε μικρή απόσταση υπήρχε πηγή, το μικρό και φροντισμένο περιβόλι το καλοκαίρι ομόρφαινε την αυλή και έδινε στο νοικοκύρη τα λίγα, αλλά ολόφρεσκα και νόστιμα προϊόντα του.
Σήμερα τα καλύβια, χαλάσματα πολλά από αυτά, παραμένουν ερειπωμένα μνημεία-αδιάψευστοι μάρτυρες της ζωής και του πολιτισμού των κοντινών προγόνων μας. Μέχρι και τα πρώτα χρόνια του τελευταίου τετάρτου του 20ού αιώνα έσφυζαν από ζωή και με τη σειρά τους χάριζαν ζωή στους μικρούς ορεινούς κάμπους των χωριών μας. Αντικρίζοντάς τα, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η νοσταλγία και η μελαγχολία.
Νοσταλγία και μελαγχολία!
Τελειώνοντας το σύντομο αυτό αφιέρωμα, να σημειώσουμε ότι για όσους μεγαλώσαμε σε ορεινές περιοχές, μας διακατέχουν άρρηκτοι συναισθηματικοί δεσμοί με το καλύβι της οικογένειας, αφού εκεί περάσαμε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής των παιδικών χρόνων.
Πηγή:http://nikolpapak.blogspot.gr/2018/01/1453.html
Νίκος Χρ. Παπακωσταντόπουλος , 25.1.2018
Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Σπούδασε Νοσηλευτική, λειτούργημα το οποίο και άσκησε για 37 χρόνια. Από τον Οκτώβριο 2015 είναι συνταξιούχος. Παράλληλα, δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο εδώ και δύο δεκαετίες, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στη λαογραφία του Τόπου του. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.